ημιάζυγος

ημιάζυγος
-η, -ο
ανατ. φρ. «ημιάζυγος φλέβα» — δύο φλέβες τού αριστερού ημιθωρακίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemiazygos(vein) < hemi- (πρβλ. ημι-*) + azygos (πρβλ. άζυγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμιανό Γεωργίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άζυγος ή αζυγής φλέβα — Ονομασία τριών φλεβών που ανήκουν στο σύστημα των κοίλων φλεβών. Οι ά. φλέβες είναι τρεις, η ά., η κάτω ημιάζυγος και η άνω ημιάζυγος. Η ά., στην οποία εκβάλλουν οι δύο ημιάζυγες, δέχεται όλες τις δεξιές μεσοπλεύριες φλέβες, ενώ οι ημιάζυγες… …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”